Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

-Λίγα πράγματα για το μέλλον (συνέχεια)


.....
.....


Την 18/3/2009/, με βάση τα στοιχεία αυτά, απηύθυνα επιστολή προς τον Επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Χ. Αλμούνια, με την οποία τον ενημέρωνα για την σοβαρότατη αυτή παράβαση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Με την επιστολή αυτή επεσήμανα ότι, η δημοσιοποίηση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης ψευδών οικονομικών στοιχείων δεν αποτελεί μόνον εξαπάτηση του ελληνικού λαού. Είναι την ίδια στιγμή και κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της Ε.Ε., αφού ενδέχεται να θέσει εν κινδύνω την δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα του συνόλου της Ευροζώνης. Η επιστολή έκλεινε με την προειδοποίηση ότι, σε περίπτωση οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας, εξαιτίας της κακής διαχείρισης των οικονομικών της υποθέσεων, οι χώρες της Ε.Ε. θα είναι αυτές που θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος της απαραίτητης διάσωσης. Η πρόβλεψη αυτή έχει ήδη εν πολλοίς δικαιωθεί.

Μετά την παροχή κάποιων αναγκαίων διευκρινίσεων ο διευθυντής του γραφείου του Επιτρόπου, κ. Γεράσιμος Θωμάς, διεβίβασε εντολή διερεύνησης της υπόθεσης στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Αρχή Eurostat, στην οποία και με παρέπεμψε για την περαιτέρω παρακολούθηση της υπόθεσης.

Στο πλαίσιο της έρευνας που ανέλαβαν, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Eurostat, [ο κ. Στυλιανός Πανταζίδης και ο προϊστάμενός του κ. Luca Ascoli], ήρθαν σε επαφή μαζί μου και μετά την ανταλλαγή δύο γραπτών αναφορών και κατόπιν πολλαπλών τηλεφωνικών συνομιλιών απέστειλαν το πρώτο ερώτημα τους προς τις ελληνικές αρχές (Μάϊος 2009), με το οποίο εξέφραζαν τις αμφιβολίες τους σχετικά με την ορθότητα των στοιχείων που τους είχαν παρασχεθεί από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) και ζητούσαν να ενημερωθούν για τα πραγματικά ποσά. Η ελληνική πλευρά απάντησε ως όφειλε στο ερώτημα, ισχυριζόμενη ότι τα στοιχεία που είχε μέχρι τότε διαβιβάσει ήταν ορθά και ακριβή. Η απάντηση αυτή, ασφαλώς, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Αρχής, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένη να θεωρεί δεδομένη την αξιοπιστία των Κρατών Μελών και, ως εκ τούτου, δεν διαθέτει αρμοδιότητα για τον έλεγχο και την επαλήθευση των στοιχείων που λαμβάνει από αυτά (πρβλ. σχετικά με την λειτουργία της Ε.Ε. με βάση την Αρχή της Έντιμης Συνεργασίας ή Αρχή της Αξιοπιστίας).

Στο σημείο αυτό προκύπτει η πρώτη βάσιμη βεβαιότητα, σχετικά με την ολοφάνερη πρόθεση της ελληνικής πλευράς να εξαπατήσει τις Ευρωπαϊκές αρχές, με την εμφάνιση μικρότερου δημοσιονομικού ελλείμματος από αυτό που στην πραγματικότητα υπήρχε. Και αυτό διότι τα οφειλόμενα από τα νοσοκομεία ποσά, τα οποία θα έπρεπε να έχουν συνυπολογισθεί στην προσμέτρηση του ελλείμματος της χώρας, ήταν ήδη γνωστά τόσο στην διοίκηση όσο και στην πολιτική ηγεσία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τα παρακάτω πραγματικά γεγονότα:

α) Την 14/5/2009/, με το Α.Π. οικ. 20339 έγγραφό του, το Υπουργείου Υγείας ενημέρωσε την Βουλή ότι το σύνολο των ανεξόφλητων οφειλών των δημόσιων νοσοκομείων μέχρι την 31/12/2008/ ανέρχονταν στο ποσό των 5.225.568.597,87 €. Ποσό που ασφαλώς υπερέβαινε, κατά τουλάχιστον 3 δις €, αυτό που είχε επίσημα δηλωθεί στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Το εν λόγω έγγραφο εστάλη στην Βουλή ως απάντηση στην υπ΄ αριθμ. 15815/672/10-3-2009 ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου του βουλευτού της τότε αντιπολίτευσης κ. Μ. Σκουλάκη και αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η πολιτική ηγεσία γνώριζε όχι μόνον το ακριβές ύψος των οφειλών αλλά και το γεγονός ότι για τις οφειλές αυτές δεν είχε ενημερωθεί όπως έπρεπε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή.

β) Στην συνεδρίαση ΡΛ' της Βουλής, της 6/5/2009/, (πρβλ. επίσημα πρακτικά), έγιναν πολλαπλές αναφορές όχι μόνον σε σχέση με το πραγματικό ύψος του ελλείμματος των νοσοκομείων αλλά και για αυτό το ίδιο το γεγονός ότι το έλλειμμα αυτό είχε δηλωθεί ψευδώς και είχε αποκρυφθεί από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή. Οι πιο εύγλωττες από τις αναφορές αυτές ανήκουν αφενός στον βουλευτή κ. Ι. Μαγκριώτη:

(πρβλ. ομοίως από τα πρακτικά της Βουλής: … … Τώρα που τα προηγούμενα τέσσερα είναι δικά σας και συνταγματικά τα επόμενα ένα, δυο είναι δικά σας, πώς λογιστικά θα τα γράψετε, ποια είναι η διαπραγμάτευσή σας με τη EUROSTAT και την Κομισιόν για την εγγραφή του χρέους; Είναι απόδειξη των λογιστικών αλχημειών γύρω από τα δημοσιονομικά; Είναι απόδειξη ότι δεν είναι 5% το έλλειμμα, αλλά είναι ακόμη πιο μεγάλο και δυσθεώρητο το δημοσιονομικό έλλειμμα, γι’ αυτό ακριβώς και το υψηλό spread του δανεισμού των κρατικών ομολόγων; Αυτή είναι η πολιτική σας, αυτές είναι οι αλήθειες και αυτές οφείλετε να πείτε στον ελληνικό λαό έστω και στις τελευταίες ημέρες της κυβερνητικής σας εξουσίας.)

και αφετέρου στον βουλευτή κ. Μ. Σκουλάκη:

(πρβλ. από τα πρακτικά της Βουλής: … …Ήταν συνειδητή επιλογή. Έγινε το μεγάλο φαγοπότι. Και σήμερα, κύριε Υφυπουργέ, τα χρέη των νοσοκομείων είναι περίπου 6.000.000.000 ευρώ. Και κακώς, κάκιστα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ενημερώνει την EUROSTAT ότι τα χρέη είναι μόνο 2,5. Αυτό είναι αλχημεία. Δεν φταίμε εμείς που είναι 6.000.000.000. Μην μας πείτε πάλι πως ήλθαμε εδώ να καταγγείλουμε τη χώρα ότι αποκρύβει στοιχεία. Βεβαίως, είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει να χρωστάνε 6.000.000.000 τα νοσοκομεία και η ΕΣΥΕ να ενημερώσει την ΕUROSTAT ότι χρωστάει μόνο 2.500.000.000 ευρώ. Είναι απαράδεκτα πράγματα.)

Από τα παραπάνω, και ειδικότερα από το περιεχόμενο των πρακτικών της Βουλής, προκύπτει, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας γνώριζε με ακρίβεια λεπτού τα πραγματικά ποσά, πλην όμως, κατά συνειδητή επιλογή, δήλωνε άλλα, πολύ μικρότερα, στις Ευρωπαϊκές Αρχές. Διότι είναι βέβαιο ότι η αποκάλυψη του πραγματικού ύψους του δημοσιονομικού ελλείμματος θα οδηγούσε, -σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευροζώνης-, στην θέση της χώρας σε επιτήρηση. Το γεγονός αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της πολιτικής επιρροής της κυβέρνησης. Αφετέρου θα δυσχέραινε την συνέχιση του ανεύθυνου δανεισμού, ο οποίος όμως έπρεπε, κατά την προφανή άποψη των κυβερνώντων, να συνεχιστεί απρόσκοπτα, με σκοπό την διατήρηση της εικονικής ευμάρειας της ελληνικής κοινωνίας.

Ακόμη όμως και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η ψευδής δήλωση των στοιχείων μέχρι τον Ιούνιο του 2009 οφείλετο σε αβλεψίες και παραλείψεις και ότι είχε επισυμβεί με αποκλειστική ευθύνη του διοικητικού μηχανισμού, εν αγνοία των πολιτικών υπευθύνων, τα γεγονότα που ακολούθησαν διαψεύδουν σε κάθε περίπτωση την άποψη αυτή.

Πράγματι, την 25/7/2009/, η Eurostat, [η οποία μέχρι την ημέρα εκείνη είχε εγκαταλείψει την έρευνα, δεσμευόμενη από την υποχρέωση της να δέχεται ως αληθή τα στοιχεία με τα οποία την εφοδιάζουν οι υπηρεσίες των Κρατών Μελών], έλαβε γνώση του προαναφερθέντος α.π. 50339 / 14-4-09 εγγράφου, με το οποίο το Υπουργείο Υγείας είχε ήδη ενημερώσει την Βουλή για το ύψος των οφειλών των νοσοκομείων. Με βάση το έγγραφο αυτό, το οποίο πλέον βεβαίωνε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την λαθροχειρία των ελληνικών αρχών, επανήλθε με νέο δεύτερο ερώτημα προς την ΕΣΥΕ, θέτοντας υπ΄ όψιν της τα νέα στοιχεία, αυτήν την φορά με την βεβαιότητα ότι, η κατοχή του σημαντικού αποδεικτικού εγγράφου θα υποχρέωνε την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί και να συνομολογήσει την πραγματική κατάσταση. Η εκτίμηση, όμως, των αρμοδίων της Eurostat υπήρξε λανθασμένη.

Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, η ΕΣΥΕ, η οποία παρέλαβε το δεύτερο ερώτημα της Eurostat, απευθύνθηκε στις υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας ζητώντας σχετικές πληροφορίες και διευκρινήσεις. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, με την σειρά τους, συνέταξαν επιστολή προς την ΕΣΥΕ, με την οποία βεβαίωναν για μια ακόμη φορά ψευδώς το ύψος του ελλείμματος. Η ΕΣΥΕ τέλος διαβίβασε την επιστολή αυτή στην Eurostat.

Η πρακτική αυτή είναι ανορθόδοξη και από μόνη της αποτελεί ένδειξη για την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να συνεχίσει να αποκρύπτει το πραγματικό ύψος του ελλείμματος, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Αρχής να πραγματοποιήσει ανεξάρτητες έρευνες.

Σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία μπορεί να απευθύνεται και να συνεργάζεται αποκλειστικά με τις ομόλογες με αυτήν αρχές των χωρών μελών. Από την πλευρά τους οι αρχές αυτές οφείλουν να ενημερώνουν την Κεντρική Ευρωπαϊκή Αρχή με βάση τα στοιχεία που συλλέγουν, διαθέτουν και επεξεργάζονται οι ίδιες και σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνουν τον ρόλο του ενδιάμεσου διαβιβαστή εγγράφων άλλων υπηρεσιών του κρατικού μηχανισμού. Το γεγονός ότι την φορά αυτή η ΕΣΥΕ ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Eurostat, όχι χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία της, αλλά με την απευθείας αποστολή εγγράφου που είχε συνταχθεί από άλλη υπηρεσία, καταδεικνύει το γεγονός ότι γνώριζε την λαθροχειρία, αλλά ήταν απρόθυμη να συμμετάσχει άμεσα και ενεργά σε αυτήν.

Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΣΥΕ είχαν ήδη δύο φορές εξαπατήσει την Eurostat (με την διαβίβαση των αρχικών στοιχείων πριν την έναρξη της έκτακτης διερεύνησης της υπόθεσης και με την επιβεβαίωση τους μετά το εξειδικευμένο ερώτημα του Μαΐου). Την φορά αυτή, όμως, εν όψει του εγγράφου του Υπουργείου Υγείας προς την Βουλή, [το οποίο διέθετε ήδη ανά χείρας η Eurostat], η εκ νέου παραπλανητική απάντηση θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη και σοβαρότατες ποινικές ευθύνες. Είναι προφανές ότι για τον λόγο αυτό οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΣΥΕ θεώρησαν σκόπιμο να αποφύγουν την άμεση απάντηση προς την ομόλογη υπηρεσία της Ε.Ε. και να προτιμήσουν να μεταθέσουν την ευθύνη στο Υπουργείο Υγείας.

Η αποδοχή της εκδοχής αυτής εξηγεί και το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο συντάχθηκε από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας στην αγγλική γλώσσα. Πράγματι, το γεγονός της επικοινωνίας δύο δημόσιων υπηρεσιών σε άλλη γλώσσα από την επίσημη γλώσσα του κράτους είναι παράδοξο. Σύμφωνα με την καθιερωμένη διαδικασία η αλληλογραφία ενός Υπουργείου με την ΕΣΥΕ έχει χαρακτήρα εσωτερικής ενημέρωσης στα πλαίσια της διοικητικής δράσης. Η αλληλογραφία αυτή συνηθίζεται να συντάσσεται αποκλειστικά στην ελληνική. Περαιτέρω, τα στοιχεία της αλληλογραφίας αυτής δεν αποτελούν άμεσο αντικείμενο για την επικοινωνία της ΕΣΥΕ με αρχές του εξωτερικού. Αντίθετα αποτελούν υλικό με το οποίο διαμορφώνονται και επικαιροποιούνται τα δικά της αυτόνομα στοιχεία, τα οποία με την σειρά τους δημοσιεύονται η διαβιβάζονται όπου είναι απαραίτητο. Η μεθόδευση που ακολουθήθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, καταδεικνύει ότι η ΕΣΥΕ, αρνήθηκε την φορά αυτή να ενεργήσει σύμφωνα με την καθιερωμένη διαδικασία και περιορίσθηκε στην διαβίβαση ενός εγγράφου άλλης υπηρεσίας, το οποίο μάλιστα είχε από την αρχή συνταχθεί στην αγγλική, ώστε να μην υποστεί ακόμη και την ελάχιστη επεξεργασία. Με βάση τα παραπάνω δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΣΥΕ δεν αποδέχθηκε την ευθύνη της περαιτέρω εμπλοκής της στην υπόθεση αυτή ζητώντας η ευθύνη αυτή να αναληφθεί εξ ολοκλήρου από το Υπουργείο Υγείας.

Η μεθόδευση που ακολουθήθηκε από την πλευρά του Υπουργείου Υγείας εδραιώνει την βεβαιότητα για την ύπαρξη οργανωμένου σχεδιασμού και βέβαιου δόλου. Πράγματι, το έγγραφο που συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα και διαβιβάστηκε απευθείας στην Eurostat υπεγράφη από αναρμόδιο άτομο το οποίο δεν γνώριζε, κατά δήλωση του τουλάχιστον, την γλώσσα αυτή και, όπως είναι φυσικό, αγνοούσε το περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" της 21/2/2010/, η νυν ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών συγκρότησε επιτροπή για την διερεύνηση της επίδικης υπόθεσης. Το πόρισμα της επιτροπής αυτής δεν ήρθε μέχρι στιγμής στο φως της δημοσιότητας, πλην όμως, από τα στοιχεία που δημοσίευσε η εφημερίδα προκύπτει ότι το επίμαχο έγγραφο συντάχθηκε από άγνωστο παράγοντα του Υπουργείου Υγείας και παραδόθηκε για υπογραφή στην Γενική Διευθύντρια κ. Αλεξάνδρα Παπαδιά η οποία, ως μη κάτοχος της γνώσης της ξένης γλώσσας, δεν ήταν σε θέση να ενημερωθεί το περιεχόμενο του. Παρά το γεγονός αυτό το υπέγραψε ισχυριζόμενη ότι "έκανε χάρη σε κάποιους συναδέλφους της".

Από τις συχνές τηλεφωνικές μου επαφές με τα στελέχη της Eurostat είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι, με το επίμαχο έγγραφο, η πλευρά του Υπουργείου Υγείας, ευρισκόμενη σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ως εκ του γεγονότος ότι δεν διέθετε την δυνατότητα να αρνηθεί την ύπαρξη της βεβαίωσης οφειλών, που η ίδια είχε αποστείλει προς την Βουλή των Ελλήνων, (πρβλ. απάντηση στην Ερώτηση Κοινοβουλευτικού Ελέγχου του κ. Μ. Σκουλάκη), προσπάθησε να εφεύρει νέες δικαιολογίες. Σε αυτό το πλαίσιο ισχυρίσθηκε ότι τα επιπλέον ποσά δεν είχαν περιληφθεί στις τακτικές αναφορές προς την ΕΣΥΕ και την Eurostat επειδή ήταν υπό προσωρινή αμφισβήτηση, λόγω έρευνας ενδεχόμενων παρατυπιών που εισχώρησαν στις διαδικασίες προμήθειας. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απολύτως ψευδής, προσχηματικός και ενδεικτικός του σχεδιασμένου δόλου για τους παρακάτω λόγους.

α) Σε κανένα χρονικό σημείο δεν υπήρξε έγκυρη διαπιστωτική ή άλλου τύπου διοικητική πράξη από την οποία να προκύπτει η επίσημη αμφισβήτηση της νομιμότητας των προμηθειών. Πολλώ δε μάλλον αμφισβήτηση προμηθειών συγκεκριμένου χρηματικού ύψους, που θα έπρεπε να είναι αντίστοιχο με την διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση των ποσών που είχαν δηλωθεί στην Eurostat από τα πραγματικά ποσά, που είχαν αναφερθεί ήδη στο πλαίσιο της διαδικασίας του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου.

β) Σε κάθε περίπτωση, και ασχέτως της νομιμότητας των διαδικασιών προμήθειας, [η οποία αποτελεί εσωτερικό ζήτημα της διοίκησης που πρέπει για λόγους τάξεως να αναζητά και να καταλογίζει τις ευθύνες των υπαλλήλων της], η αστική ευθύνη του δημοσίου προς τους προμηθευτές παραμένει ακέραια. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία ουδόλως ασχολείται με την εσωτερική νομιμότητα των πράξεων της διοίκησης των Κρατών Μελών, από την εφαρμογή των οποίων προκύπτουν οι οφειλές. Αντίθετα η αρμοδιότητα της συνίσταται αποκλειστικά στην καταγραφή των οφειλών αυτών και την προσμέτρηση τους με τα λοιπά δημοσιονομικά στοιχεία.

γ) Πέραν όλων αυτών, ο ισχυρισμός της μη διαβίβασης των δήθεν αμφισβητούμενων και ευρισκομένων υπό διερεύνηση οικονομικών στοιχείων είναι απολύτως ψευδής και δόλιος και για έναν επιπλέον σημαντικό λόγο. Ήδη από τον Μάϊο του 2009, με το άρθρο 36 του Ν.3763/2009, (ο οποίος ψηφίστηκε με ονομαστική ψηφοφορία από το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος) το σύνολο των δαπανών των νοσοκομείων που είχαν πραγματοποιηθεί (ή επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μέχρι την δημοσίευση της ρύθμισης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) χαρακτηρίσθηκε ως, σε κάθε περίπτωση και ασχέτως της ορθότητας των διαδικασιών που προηγήθηκαν, οιονεί νόμιμο με σκοπό να αρθεί κάθε πρόσκομμα στην μελλοντική εξόφληση τους. Έτσι, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτός ο προσχηματικός και ψευδής ισχυρισμός περί της αμφισβήτησης των ποσών αυτών, η αμφισβήτηση αυτή εξέλειπε αυτομάτως με την δημοσίευση του προαναφερθέντος νόμου. Πράγματι, από το περιεχόμενο του άρθρου 36 του Ν.3763/2009 προκύπτει ότι το κράτος αποδέχθηκε ως νόμιμες τις συνολικές οφειλές του, και, ακόμη και εάν μέχρι τότε τις θεωρούσε υπό αίρεση, θα έπρεπε πλέον να τις προσθέσει στο τρέχον δημοσιονομικό έλλειμμα.

Από τα προεκτεθέντα πραγματικά γεγονότα προκύπτει η ακέραια ευθύνη του πολιτικού προϊσταμένου του Υπουργείου Υγείας κ. Δ. Αβραμόπουλου, αφού θα ήταν παράδοξο να αποδεχθεί κανείς ότι οι απλοί υπάλληλοι της υπηρεσίας ανέλαβαν μόνοι την πρωτοβουλία να αλλοιώσουν τα διαθέσιμα στοιχεία και να αποκρύψουν με συστηματικό τρόπο τους πραγματικούς αριθμούς από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή.

Επιπλέον, όμως, θα ήταν παράδοξο να θεωρηθεί ότι ο κ. Αβραμόπουλος σχεδίασε και εξετέλεσε το εγχείρημα της παραπλάνησης της Eurostat χωρίς την συμμετοχή άλλων κυβερνητικών παραγόντων και συγκεκριμένα χωρίς την συμμετοχή του τ. Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ι. Παπαθανασίου και του τ. πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή.

Το Υπουργείο Υγείας δεν ανήκει στην κατηγορία των Οικονομικών Υπουργείων και, ασχέτως εάν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν έχει σχέση με την πρωτογενή διαμόρφωση και τον έλεγχο των δημοσιονομικών στοιχείων. Περαιτέρω, η συνεργασία του με την ΕΣΥΕ περιορίζεται στην υποχρέωση να αποστέλλει σε αυτήν τα διαθέσιμα ακριβή οικονομικά του στοιχεία, χωρίς να παρεμβαίνει στον χειρισμό και την επεξεργασία τους. Η ΕΣΥΕ αποτελεί υπηρεσία υπαγόμενη απευθείας στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία της. Η πολιτική κατά συνέπεια ευθύνη της συνεργασίας της ΕΣΥΕ με την Eurostat ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του κ. Παπαθανασίου. Περαιτέρω, το σύνολο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, και ειδικότερα στον τομέα που αφορούσε την διαμόρφωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών, ευρίσκετο υπό την μόνιμη και συστηματική εποπτεία του τότε πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή.

Ενδεχομένως, ο κ. Αβραμόπουλος θα μπορούσε να αποποιηθεί την ευθύνη του εάν οι υπηρεσίες του Υπουργείου του είχαν αποστείλει τα ορθά στοιχεία στην ΕΣΥΕ. Στην περίπτωση αυτή η λαθροχειρία ενώπιον της Eurostat θα επιβάρυνε λογικά μόνον την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και το πολιτικό προσωπικό που ασκούσε την εποπτεία της. Αντίθετα, όμως, όλα τα στοιχεία, και ειδικά αυτά που αφορούν την απευθείας παράτυπη και ύποπτη απάντηση του Υπουργείου Υγείας προς την Eurostat (πρβλ. επιστολή στην αγγλική γλώσσα που υπεγράφη από υπάλληλο που μεταγενέστερα ισχυρίσθηκε ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο του εγγράφου) καταδεικνύουν ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου αυτού είχε πλήρη γνώση των παραμέτρων του ζητήματος και, σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, προχώρησε στην ουσιαστική παράκαμψη της ΕΣΥΕ και στην νόσφιση της αρμοδιότητας της, χρησιμοποιώντας την απλώς ως απλό διαβιβαστή εγγράφων.

Σύμφωνα με το προαναφερθέν δημοσίευμα της 21/2/2010/ της εφημερίδας "ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" οι υπάλληλοι της ΕΣΥΕ κατήγγειλαν, ενώπιον της επιτροπής που ανέλαβε να διερευνήσει το ζήτημα, αφενός το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στην υπηρεσία τους και αφετέρου το γεγονός της διαβίβασης των εντολών για την εν γένει παραποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων της χώρας από "ψηλά". Οι καταγγελίες αυτές είναι ιδιαίτερα σοβαρές για να παραμένουν αδιερεύνητες από την δικαιοσύνη.

Είναι φυσικό να υποθέσει κανείς ότι, από ενός σημείου, ο διοικητικός μηχανισμός της υπηρεσίας αυτής δεν διέθετε πλέον την αντοχή και το ψυχικό σθένος να επωμίζεται την ευθύνη της εκτέλεσης παράνομων πράξεων, [που σε περίπτωση αποκάλυψης τους θα επέσυραν βαρύτατες ποινικές ευθύνες], με σκοπό να διατηρείται η πολιτική ηγεσία στο απυρόβλητο ως, δήθεν, μη έχουσα άμεση γνώση των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Για τον λόγο αυτό η τελευταία απόπειρα απόκρυψης των πραγματικών οικονομικών μεγεθών, [εν όψει μάλιστα των αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε η Eurostat τον Ιούλιο του 2009], διενεργήθηκε από την ίδια την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας. Θα πρέπει να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά ότι η αποδοχή της άποψης ότι, η τελευταία επιστολή που διαβιβάσθηκε στην Eurostat, συντάχθηκε εν αγνοία του ίδιου του Υπουργού και του στενού του επιτελείου, από υπαλλήλους που, παρά το γεγονός ότι δεν διέθεταν καμία αρμοδιότητα άμεσης επικοινωνίας με την ευρωπαϊκή αρχή, ανέλαβαν αυτοβούλως την εξαπάτηση της, είναι πέρα από κάθε λογική. Όπως επίσης και ότι ο κ. Αβραμόπουλος ανέλαβε, υποκαθιστώντας τον αρμόδιο υπουργό κ. Παπαθανασίου και τον εποπτεύοντα το σύνολο της οικονομικής πολιτικής κ. Καραμανλή, να χειριστεί μόνος τα δημοσιονομικά ζητήματα και την σχετική με αυτά ενημέρωση των ευρωπαϊκών αρχών.

Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της σοβαρότατης αυτής υπόθεσης θα πρέπει να αναζητηθούν απαντήσεις σε συγκεκριμένα κρίσιμα ερωτήματα:

1. Με δεδομένη την ανακρίβεια των στοιχείων που διαβίβαζε μέχρι τον Μάρτιο του 2009 η ΕΣΥΕ στην Eurostat σε ποιο επίπεδο ελάμβανε χώρα η αλλοίωση των αριθμών; Ελάμβανε η ΕΣΥΕ παραπλανητικές πληροφορίες από τα νοσοκομεία και τις οικονομικές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας ή αναλάμβανε η ίδια να παραποιήσει τους αριθμούς και να διαβιβάσει ψευδή εικόνα των μεγεθών στην Ευρωπαϊκή Αρχή;

2. Εάν η αλλοίωση των στοιχείων γινόταν με ευθύνη της ΕΣΥΕ υπήρχε για αυτό εντολή των εκάστοτε Υπουργών Οικονομίας που προΐσταντο της υπηρεσίας αυτής; Για ποιόν άλλο λόγο, πλην του εξαναγκασμού της από την πολιτική ηγεσία, θα ήθελε η Στατιστική Υπηρεσία να εξαπατά με δική της πρωτοβουλία τις Κοινοτικές Αρχές;

3. Σε τι συνίσταται το κλίμα τρομοκρατίας που κατήγγειλαν οι υπάλληλοι της Στατιστικής Αρχής στην Επιτροπή διερεύνησης του ζητήματος και ποιοι ήσαν αυτοί, που δεν ανήκαν στην άμεση ηγεσία και που έδιναν τις εντολές αλλοίωσης των οικονομικών μεγεθών;

4. Από τα διαθέσιμα στοιχεία, και ειδικότερα από το έγγραφο α.π. 50339 / 14-4-09 του Υπουργείου Υγείας προς την Βουλή, προκύπτει ότι ήδη από τον Απρίλιο του 2009 η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας γνώριζε ότι το ύψος των χρεών ανέρχονταν στο ποσό των 5,2 δις €. Ενημέρωσε για αυτό την ΕΣΥΕ; Εάν ναι γιατί τα στοιχεία αυτά, που άλλαζαν άρδην την εικόνα του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας, δεν διαβιβάσθηκαν άμεσα στην Eurostat;

5. Μετά την αποστολή του πρώτου ερωτήματος της Eurostat (τον Μάιο του 2009) η απάντηση της ελληνικής πλευράς έγινε μόνον με πρωτοβουλία της ΕΣΥΕ ή η τελευταία ήλθε σε επαφή με τις οικονομικές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας για την παροχή διευκρινήσεων; Εάν ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο ποιο είναι το περιεχόμενο της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο διοικητικών αρχών και γιατί, ακόμη και τότε, η ΕΣΥΕ δεν έλαβε την πληροφόρηση που είχε ήδη παρασχεθεί στην Βουλή, ώστε να πληροφορήσει ανάλογα την Ευρωπαϊκή Αρχή; [ας επισημανθεί για μια ακόμη φορά ότι οι οικονομικές υπηρεσίες του Υπουργείου δεν ήταν σε θέση να ισχυρισθούν ότι δεν γνώριζαν δεδομένου ότι είχαν ήδη συντάξει την προαναφερθείσα απάντηση στο πλαίσιο της διαδικασίας Κοινοβουλευτικού Ελέγχου]

6. Για ποιόν λόγο το δεύτερο ερώτημα της Eurostat, τον Αύγουστο του 2009, απαντήθηκε όχι απευθείας από την ΕΣΥΕ αλλά, αντίθετα, με διαβίβαση εγγράφου που είχαν συντάξει οι υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας; Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική η ΕΣΥΕ οφείλει να διαβιβάζει τα στοιχεία που η ίδια συγκεντρώνει και επεξεργάζεται και όχι να λειτουργεί ως ενδιάμεσος φορέας μεταξύ της ελληνικής διοίκησης και των ευρωπαϊκών αρχών. Για ποιόν λόγο δεν τηρήθηκε η πρακτική αυτή; Μήπως την φορά αυτή, και εν όψει των συντριπτικών στοιχείων που διέθετε η Eurostat, η ΕΣΥΕ αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιχείρηση παραπλάνησης; Σε κάθε περίπτωση από ποια έγγραφα προκύπτει η επικοινωνία της ΕΣΥΕ με το Υπουργείο Υγείας την χρονική αυτή περίοδο;

7. Δεδομένου ότι στο έγγραφο του Υπουργείου Υγείας, που απεστάλη δια μέσου της ΕΣΥΕ στην Eurostat, αναφέρεται η ύπαρξη αμφισβητούμενων δαπανών, [που για τον λόγο αυτό δεν είχαν περιληφθεί στον υπολογισμό των συνολικών οφειλών], ποιες είναι οι διοικητικές διαπιστωτικές πράξεις και τα σχετικά έγγραφα που πιστοποιούν το αληθές ή μη του ισχυρισμού αυτού; Ποιο είναι το ακριβές υπόλοιπο των υπό αμφισβήτηση δαπανών; Συμπίπτει το υπόλοιπο αυτό με το ποσό που προκύπτει από την αφαίρεση του ποσού που είχε τεθεί υπ΄ όψιν της Eurostat από το ποσό που αναφέρεται στην ενημερωτική επιστολή του Υπουργείου Υγείας προς την Βουλή;

8. Εν όψει του προηγούμενου ερωτήματος, για ποιόν λόγο οι ισχυρισμοί αυτοί [περί του υπό αμφισβήτηση ποσού] δεν είχαν περιληφθεί στην απάντηση του Υπουργείου προς τον κ. Μ. Σκουλάκη;

9. Σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό ότι η διαπίστωση παρατυπιών στην εκτέλεση μίας δημόσιας δαπάνης δεν εξαφανίζει την αστική ευθύνη του δημοσίου έναντι των συμβαλλομένων τρίτων και δεν καθιστά την δαπάνη μη πληρωτέα (πρβλ. άρθρο 904 ΑΚ). Ήταν άγνωστο αυτό στην διοίκηση και την πολιτική ηγεσία;

10. Ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι κάποιες από τις δαπάνες των νοσοκομείων παρέμεναν υπό αμφισβήτηση, [και υπό την έννοια αυτή νομίμως δεν συμπεριλήφθηκαν στην ενημέρωση της Eurostat], με το άρθρο 36 του Ν.3763/2009, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 27/5/2010/, κάθε δαπάνη των νοσοκομείων που είχε διενεργηθεί μέχρι και την ημερομηνία δημοσίευσης μέσω παρατάσεων συμβάσεων ή δυνάμει του άρθρου 7§2 του Ν.2955/2001, θεωρήθηκε νόμιμη. Ποιο μέρος των δαπανών που είχαν χαρακτηρισθεί αμφισβητούμενες περιελάμβανε η σχετική ρύθμιση; Διότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, μετά την ψήφιση της "νομιμοποιητικής" διάταξης η αμφισβήτηση έπαψε να υπάρχει. Γιατί, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ενημερώθηκε η Eurostat [τουλάχιστον στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος της που απαντήθηκε πολύ αργότερα από την ψήφιση του σχετικού νόμου] για αυτές τις, νόμιμες πλέον με νόμο της Βουλής των Ελλήνων, δαπάνες;

11. Γιατί το έγγραφο του Υπουργείου Υγείας προς την ΕΣΥΕ (και δια μέσου αυτής στην Eurostat) συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα και για ποιόν λόγο υπογράφηκε από υπάλληλο που δεν γνώριζε την γλώσσα αυτή και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εκτιμήσει το περιεχόμενο του; Αναζητήθηκαν οι ευθύνες της υπαλλήλου αυτής;

12. Ποιος είναι ο συντάκτης της επιστολής του παραπάνω ερωτήματος; Εάν είναι η Διεύθυνση Οικονομικών του Υπουργείου, η ίδια που είχε προ ολίγων μηνών ενημερώσει την Βουλή μέσω του Υφ/ργού κ. Παπαγεωργίου, γιατί δεν απέστειλε στην Eurostat τα ίδια στοιχεία που είχε ήδη θέση υπ΄ όψιν του Κοινοβουλίου;

Οι απαντήσεις στα δύο τελευταία ερωτήματα είναι καίριας σημασίας και οδηγεί ευθέως στην αποκάλυψη των ηθικών και φυσικών αυτουργών της εξαπάτησης των Ευρωπαϊκών Αρχών. Πράγματι, εν όψει των αδιάσειστων στοιχείων που διέθετε η Eurostat, [και με βάση τα οποία διετύπωσε το δεύτερο ερώτημα της], η απαντητική επιστολή της ελληνικής πλευράς είναι αδύνατον να συντάχθηκε είτε από τους υπαλλήλους της ΕΣΥΕ είτε από το προσωπικό της Δ/νσης Οικονομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Υγείας. Και αυτό διότι, υπό το πρίσμα της κοινής λογικής, οι υπάλληλοι των δύο αυτών υπηρεσιών δεν θα ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν το βάρος μιας τέτοιας πράξης, που επισείρει σοβαρότατες ποινικές ευθύνες. Ειδικότερα αυτό ισχύει για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας οι οποίοι είχαν ήδη συντάξει την βεβαίωση της 14/4/2009/ προς την Βουλή των Ελλήνων και δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να ισχυρισθούν άγνοια ή λάθος από αμέλεια.

Καθίσταται λοιπόν ολοφάνερο ότι η αγγλόφωνη επιστολή που απεστάλη στην Eurostat, με ενδιάμεσο την ΕΣΥΕ, [κάτι που όπως προαναφέρθηκε είναι παράδοξο, παράτυπο και ολωσδιόλου ασυνήθιστο], συντάχθηκε από άτομο που ανήκε στο προσωπικό γραφείου του Υπουργού και κατόπιν, [με σκοπό να λάβει την μορφή επίσημου διοικητικού εγγράφου, με δυνατότητα έγκυρης διακίνησης], παραδόθηκε για υπογραφή σε ανώτερο υπάλληλο, ο οποίος δεν γνώριζε την γλώσσα και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει το ψευδές περιεχόμενο.

Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνεται εύλογα η άμεση ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, η οποία ασφαλώς εξυπηρετούσε ευρύτερους κυβερνητικούς στόχους, τους οποίους δεν μπορούσε παρά να προσδιορίζει το οικονομικό επιτελείο, του οποίου προΐστατο ο τότε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ι. Παπαθανασίου και το οποίο εποπτεύονταν και ελάμβανε κατευθύνσεις από τον τέως πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή. Είναι σκόπιμο να επαναληφθεί εμφατικά ότι το διαλαμβανόμενο ζήτημα δεν αποτελούσε αντικείμενο κοινής καθημερινής διαχείρισης ώστε να ευσταθεί ενδεχόμενος ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ευρίσκετο εκτός της σφαίρας της άμεσης γνώσης και εποπτείας της πολιτικής ηγεσίας. Αντίθετα επρόκειτο για θεμελιώδες ζήτημα που είχε σχέση με την συνολική δημοσιονομική εικόνα της χώρας, ο χειρισμός της οποίας αποτελούσε, σύμφωνα με τις Κοινοτικές Συμβάσεις και Συνθήκες, αντικείμενο διακρατικών σχέσεων. Και ο χειρισμός παρόμοιων υποθέσεων, όταν μάλιστα αυτές εξελίσσονται σε οριακά επίπεδα, όπως εν προκειμένω συνέβαινε με την απώλεια του ελέγχου αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος, δεν γίνεται σε καμία περίπτωση από τα κατώτερα , μεσαία ή και ανώτερα κλιμάκια του διοικητικού μηχανισμού. Αντίθετα, αφορά άμεσα τις υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με βάση όλα τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι η συστηματική παραπληροφόρηση των Κοινοτικών Αρχών με την κατ΄ εξακολούθηση έκδοση ψευδών βεβαιώσεων έγινε εν πλήρη επιγνώσει και με πρόθεση. Ασφαλώς οι πράξεις αυτές έχουν συνταχθεί και διεκπεραιωθεί από διοικητικούς υπαλλήλους οι οποίοι πρέπει να εντοπισθούν και να υποστούν τις νόμιμες συνέπειες. Πλην όμως υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι υπάλληλοι αυτοί ενεργούσαν κατόπιν εντολών της πολιτικής ηγεσίας η οποία είχε εμφανές συμφέρον από την απόκρυψη των επίμαχων στοιχείων από τις Ευρωπαϊκές Αρχές.

Εάν ανατρέξει κανείς στον τύπο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής κατά την οποία διαπράχθηκαν τα καταγγελλόμενα αδικήματα θα διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες και μοναδική της επιδίωξη ήταν να αποκρύψει την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας και να αποφύγει την θέση της σε καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης. Η απόκρυψη του μεγέθους του δημοσιονομικού ελλείμματος κατείχε στο πλαίσιο της επιδίωξης αυτής την πλέον κεντρική θέση.

Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση της άποψης ότι οι επίδικες πράξεις είναι δυνατόν να εκτελέστηκαν από μόνους τους υπαλλήλους και εν αγνοία της πολιτικής ηγεσίας είναι πέραν κάθε λογικής. Και αυτό διότι από την πλευρά των πρώτων απουσιάζει κάθε υπόνοια κινήτρου άμεσης ωφέλειας. Αφετέρου, είναι βέβαιο ότι η βαρύτητα των πράξεων [που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους εσωτερικής διοικητικής δραστηριότητας και αφορούν τις διακρατικές σχέσεις της χώρας] δεν θα επέτρεπε την χωρίς ενδοιασμούς αγνόηση των στοιχειωδών κανόνων της χρηστής και επιμελούς διοίκησης.

Επιπλέον, οι καταγγελίες των υπαλλήλων της ΕΣΥΕ, περί κλίματος τρομοκρατίας και άνωθεν εντολών, [που ήρθαν στο φως μέσω δημοσιευμάτων του τύπου και που αναφέρονται σε πρακτικά συγκεκριμένης διοικητικής έρευνας], σε συνδυασμό με τις τουλάχιστο ύποπτες μεθοδεύσεις που ακολουθήθηκαν, συνηγορούν υπέρ της άμεσης ανάμειξης πολιτικών προσώπων, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, ο οποίος είχε σαν στόχο την απόκρυψη των πραγματικών δεδομένων της οικονομίας, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο επίπεδο της Ε.Ε.

Η ζημία την οποία υπέστη η χώρα από την συγκεκριμένη υπόθεση είναι μεγάλη και ιδιαίτερα εμφανής. Και αυτό διότι, παρά το γεγονός ότι τα συσσωρευμένα χρέη των νοσοκομείων αποτελούσαν μέρος μόνον των συνολικών χρεών, [που η κυβέρνηση απέκρυπτε από τις Ευρωπαϊκές Αρχές για να διατηρεί το ύψος του δημοσίου ελλείμματος σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο], ήσαν τα μόνα για τα οποία η Eurostat διενήργησε ειδική έρευνα, με την αποστολή εξειδικευμένων ερωτημάτων, τα οποία και απαντήθηκαν ψευδώς με πρόθεση. Πράγματι, ακόμη και εάν υιοθετήσει κανείς την πιο επιεική εκδοχή και αποδεχθεί ότι η απόκρυψη των ελλειμμάτων όλων των άλλων τομέων γινόταν με παθητικό τρόπο, [που θα μπορούσε να αποδοθεί σε λάθη, παραλείψεις και αβελτηρία της διοίκησης, για τον πλημμελή έλεγχο της οποίας το πολιτικό προσωπικό θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ενέχεται μόνον με την αόριστη πολιτική ευθύνη], στην περίπτωση των νοσοκομειακών χρεών η παραπλάνηση έγινε με ενεργητικό τρόπο, αφού για αυτήν απαιτήθηκε η έκδοση ειδικών πρόσθετων βεβαιώσεων, για την απάντηση των συγκεκριμένων και εξειδικευμένων ερωτημάτων της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας.

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού τύπου έγιναν, και συνεχίζουν ακόμη και μέχρι σήμερα να γίνονται, εξειδικευμένες αναφορές στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθόσον από αυτό προέκυψε, περισσότερο από κάθε άλλο παρόμοιο, το γεγονός της πρόθεσης της ελληνικής κυβέρνησης να συνεχίσει να εξαπατά τους εταίρους της στην Ε.Ε., ακόμη και όταν ήταν ολοφάνερο ότι αυτοί είχαν ήδη γνώση της πραγματικής κατάστασης.

Στο εσωτερικό της χώρας είναι εμφανής η προσπάθεια για την εν γένει αποφυγή προσωποποίησης των ευθυνών, μέσω της διάδοσης μιας αντίληψης, σύμφωνα με την οποία, η κακοδαιμονία και η ομολογημένη πλέον παρακμή οφείλονται πρώτα και κύρια στην συνολική νοοτροπία των ελλήνων πολιτών και στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Υπό το πρίσμα αυτό διαχέεται στην κοινή γνώμη το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης και η βεβαιότητα ότι κανείς δεν είναι αθώος, με αποτέλεσμα οι όποιες συνέπειες να πρέπει, το δίχως άλλο, να επιμερισθούν στο σύνολο του πληθυσμού.

Στο ίδιο πλαίσιο, [όταν εγείρονται αξιώσεις για την απόδοση ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα], κινούνται και οι υποκριτικές και προσχηματικές φωνές για δήθεν ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Πλην όμως, πραγματική πολιτική συνιστούν μόνον οι πράξεις εκείνες που ασκούνται εντός των ορίων της έννομης τάξης. Εκτός των ορίων αυτών, κάθε άλλη ενέργεια αποτελεί αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου και πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα.

Είναι πλέον ιδιαίτερα εμφανές ότι, υπό το πέπλο των δήθεν μη ποινικά κολάσιμων πολιτικών ευθυνών, που τόσο υποκριτικά και αόριστα προθυμοποιείται να αναλαμβάνει το πολιτικό προσωπικό της χώρας, υποκρύπτονται σοβαρά ποινικά αδικήματα τα οποία σε όλες τις περιπτώσεις παραμένουν αδιερεύνητα και ατιμώρητα. Εάν πράγματι οι ευθύνες που αποκαλύπτονται στην παρούσα μηνυτήρια αναφορά ήσαν γνησίως πολιτικές ο ευρωπαϊκός τύπος θα μπορούσε να αποδώσει στην πολιτική ηγεσία της χώρας απλή ανικανότητα. Σήμερα όμως έχει φθάσει στο σημείο να χαρακτηρίζει τον ελληνικό λαό στο σύνολο του ως λαό κοινών απατεώνων. Η στάση αυτή είναι απολύτως φυσική, αφού, από την στιγμή που οι ευθύνες δεν προσωποποιούνται ποτέ στους πραγματικούς ενόχους είναι φυσικό να βαρύνουν το σύνολο των πολιτών, κατ΄ εξουσιοδότηση των οποίων υπάρχει και δρα η πολιτική τάξη.

Αποτελεί πλέον κοινή αντίληψη ότι, η πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την αναστροφή της κατηφορικής πορείας της χώρας και την επιτυχία της προσπάθειας για την έξοδο από την βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, είναι η εμπέδωση του αισθήματος δικαιοσύνης και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική ηγεσία. Ο στόχος αυτός, όμως, δεν πρόκειται να επιτευχθεί όσο το πολιτικό προσωπικό παραμένει στο απυρόβλητο και όσο συγκεκριμένες πράξεις που διαθέτουν εξώφθαλμα ποινικό χαρακτήρα παραμένουν αδιερεύνητες και ατιμώρητες αποκρυπτόμενες υπό τον μανδύα της δήθεν πολιτικής δράσης.

Τα αδικήματα που καταγγέλλονται με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά είναι αυταπόδεικτα και η δικαιοσύνη οφείλει να αναζητήσει τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς τους και να προχωρήσει στην παραδειγματική τιμωρία τους.

Προσωπικά παραμένω στην διάθεση σας για την παροχή οιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας και για την διαβίβαση των αποδεικτικών εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή μου.

Θεμιστοκλής Ι. Καζαντζίδης

κάτοικος Δήμου Θερμαϊκού

Νομού Θεσσαλονίκης



***********************************************************



Ενώπιον του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Άρειος Πάγος - ΑΘΗΝΑ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Επί της μηνυτήριας αναφοράς υπ΄ αριθμ. 3759/13-5-2010

Θεσσαλονίκη 31/5/2010/

Την Δευτέρα 17/05/2010/ μεταδόθηκε σε επανάληψη από τον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι η εκπομπή ΝΕΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ με θέμα "Greek Statistics - Η χαμένη ελληνική αξιοπιστία". Στην εκπομπή αυτή συμμετείχε με δηλώσεις του και ο τ. υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, σημερινός βουλευτής κ. Ιωάννης Παπαθανασίου.

Στις δηλώσεις αυτές ο κ. Παπαθανασίου αναφέρθηκε δύο φορές, μετά από σχετικές ερωτήσεις, στο ζήτημα των χρεών των νοσοκομείων. Συγκεκριμένα ανέφερε επί λέξει:

… Όπως έχω πει πολλές φορές, τα χρέη των νοσοκομείων επισημοποιούνται αφού ελεγχθούν και αναγνωριστούν. Ένα μεγάλο κομμάτι των χρεών οφείλονται και σε εξωσυμβατικές παραδόσεις που δεν είχαν νομιμοποιηθεί μέχρι να περάσουμε την σχετική διάταξη …

… Μα δεν το αρνείται κανείς, το γράφανε οι εφημερίδες ότι τα χρέη των νοσοκομείων είναι παραπάνω. Υπήρχαν τα χρέη των νοσοκομείων που τα νομιμοποιήσαμε με σχετική τροπολογία, το ξέραμε αλλά δεν ξέραμε πόσα είναι ούτε τα είχαμε νομιμοποιήσει. Δεν είχαν καν νομιμοποιηθεί …

Από τις δημόσιες αυτές δηλώσεις, [οι οποίες δεν είναι δυνατόν με κανέναν τρόπο να παρερμηνευθούν], προκύπτει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι, ο κ. Παπαθανασίου γνώριζε ότι, το πραγματικό ποσό των χρεών των νοσοκομείων ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που είχε δηλωθεί στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή {πρβλ. σημείο δήλωσης:… μα δεν το αρνείται κανείς, το γράφανε οι εφημερίδες ότι τα χρέη των νοσοκομείων είναι παραπάνω …}.

Στην προσπάθεια του, όμως, να δικαιολογήσει και να παρουσιάσει ως νόμιμο το γεγονός της ενημέρωσης της Eurostat για μέρος μόνον του συνολικά οφειλόμενου ποσού, ο τ. υπουργός ψεύδεται δημοσίως και εξαπατά τόσο τους ερωτώντες δημοσιογράφους όσο και το ανυποψίαστο τηλεοπτικό κοινό ισχυριζόμενος ότι, η ενημέρωση έγινε μόνον για το μέρος αυτό, επειδή, για το μη δηλωθέν υπόλοιπο, δεν είχε προηγηθεί η απαραίτητη «επισημοποίηση». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. υπουργού η «επισημοποίηση» διενεργείται μετά από έλεγχο «έλεγχο» και την «αναγνώριση».

Ωστόσο, από καμία διάταξη της έννομης τάξης δεν προκύπτει η ύπαρξη ειδικών διοικητικών διαδικασιών «ελέγχου» ή «αναγνώρισης», οι οποίες πρέπει να διενεργούνται ως προϋπόθεση για την «επισημοποίηση» των οφειλών, που προκύπτουν από τις συναλλαγές των νοσοκομείων. Οι συναλλαγές αυτές, όπως άλλωστε κάθε άλλη διοικητική πράξη, διαθέτουν το τεκμήριο της νομιμότητας και θεωρούνται οιονεί νόμιμες μέχρι την διενέργεια του συνταγματικά κατοχυρωμένου κατασταλτικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι παρόμοια διοικητική διαδικασία «επισημοποίησης» είναι υπαρκτή, η εκτέλεση και τα αποτέλεσμα της θα έπρεπε να προκύπτουν από νόμιμα διοικητικά έγγραφα. Παρόμοια έγγραφα όμως δεν υπάρχουν. Συναφώς, δεν υπάρχουν έγγραφα τα οποία να πιστοποιούν ότι η διαδικασία της, κατά τον τ. υπουργό, «επισημοποίησης» διενεργήθηκε κατόπιν «αναγνωρίσεων» και «ελέγχων» που, αν και δεν προβλέπονταν από προϋπάρχοντες κανόνες δικαίου, εκτελέσθηκαν κατόπιν έκδοσης ειδικών έκτακτων εντολών της πολιτικής ηγεσίας.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κ. Παπαθανασίου αναγνωρίζει κατ’ αρχήν την απόκλιση μεταξύ των πραγματικών οφειλών των νοσοκομείων και αυτών που δηλώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή. Περαιτέρω, η απόπειρά του να παρουσιάσει το γεγονός αυτό ως αιτιολογημένο και νόμιμο, επικαλούμενος ψευδώς τις ανύπαρκτες διαδικασίες της «επισημοποίησης» και της «αναγνώρισης», αποδεικνύει ότι τόσο ο ίδιος και η ΕΣΥΕ της οποίας προΐσταται, όσο και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας οι οποίες συνέπραξαν στην ενημέρωση, με την αποστολή υπό παράδοξες συνθήκες του εγγράφου α.π. 50339/14-4-2009, ενήργησαν με πρόθεση και με γνώση του παράνομου χαρακτήρα των πράξεων τους.

Με τις δηλώσεις του, όμως, ο κ. Παπαθανασίου, εκτός από την ανύπαρκτη και διοικητικά ανυπόστατη διαδικασία «επισημοποίησης», [κατόπιν «ελέγχων» και «αναγνωρίσεων»], αναφέρεται ξεχωριστά και σε μια διαδικασία «νομιμοποίησης», {πρβλ. σημείο δήλωσης: Ένα μεγάλο κομμάτι των χρεών οφείλονται και σε εξωσυμβατικές παραδόσεις που δεν είχαν νομιμοποιηθεί μέχρι να περάσουμε την σχετική διάταξη … … Μα δεν το αρνείται κανείς, το γράφανε οι εφημερίδες ότι τα χρέη των νοσοκομείων είναι παραπάνω. Υπήρχαν τα χρέη των νοσοκομείων που τα νομιμοποιήσαμε με σχετική τροπολογία …} εννοώντας προφανώς την ψήφιση από την Βουλή του άρθρου 36 του Ν.3763/2009.

Εν όψει αυτού θα πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από κοινό νόμο, αλλά ούτε και από τον κανονισμό της Βουλής προκύπτει ότι η νομοθετική εξουσία διαθέτει αρμοδιότητα "νομιμοποίησης" δαπανών του δημοσίου. Η εξουσία αυτή έχει ανατεθεί απευθείας από τον συντακτικό νομοθέτη αποκλειστικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Το τελευταίο μάλιστα δεν μπορεί αποφαίνεται γενικώς για αορίστως για την νομιμότητα ή μη απροσδιορίστου αριθμό δαπανών. Αντίθετα, στα πλαίσια του συνταγματικά κατοχυρωμένου κατασταλτικού ελέγχου, γνωμοδοτεί, [αρχικά δια των Επιτρόπων του και σε περίπτωση διαφωνίας μέσω των Δικαστικών Σχηματισμών των Κλιμακίων ή των Τμημάτων του], για κάθε ξεχωριστή περίπτωση πληρωτέου χρηματικού εντάλματος, που εκδίδεται από τις υπηρεσίες ή τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου (ας σημειωθεί ότι, υπό την έννοια αυτή, το Ελ. Σ. δεν μπορεί να αποφαίνεται συγκεντρωτικά για την νομιμότητα ή μη κατηγοριών δαπανών).

Ασφαλώς ο κ. Παπαθανασίου, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι, κατά την δική του ερμηνεία και κατά την ερμηνεία της πλειοψηφίας της Βουλής, [που ενέκρινε την επίμαχη διάταξη], το άρθρο 36 του Ν.3763/2009 ήταν σύμφωνο με το Σύνταγμα. Και ότι ορθώς το μέρος των χρεών των νοσοκομείων που «νομιμοποιήθηκαν» με αυτό δεν είχαν συμπεριληφθεί στο συνολικό δημόσιο χρέος.

Πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός, [που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί], καταρρίπτεται από το περιεχόμενο της ίδιας της δήλωσης, σύμφωνα με το οποίο ο κ. Παπαθανασίου, ευρισκόμενος προφανώς υπό συνθήκες πίεσης και σύγχυσης, παραδέχεται ότι οι υπηρεσίες του, ο ίδιος και η Βουλή δεν γνώριζαν το ύψος των δαπανών που «νομιμοποιήθηκαν» με την επίμαχη τροπολογία {πρβλ. σημείο δήλωσης: … υπήρχαν τα χρέη των νοσοκομείων που τα νομιμοποιήσαμε με σχετική τροπολογία, το ξέραμε αλλά δεν ξέραμε πόσα είναι ούτε τα είχαμε νομιμοποιήσει …}.Το γεγονός αυτό άλλωστε προκύπτει και από το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίασης της Βουλής στην οποία συζητήθηκε η διάταξη. Σύμφωνα με αυτό η κυβερνητική πλειοψηφία βρέθηκε πολλές φορές ενώπιον του ερωτήματος αυτού, που διατυπώθηκε μετ΄ επιτάσεως από τους αγορητές της αντιπολίτευσης, σχετικά με το ύψος των «νομιμοποιούμενων» δαπανών, χωρίς όμως να μπορεί να απαντήσει.

Το ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο είναι ότι. εάν όλα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανασίου ήταν αληθή, θα έπρεπε, το ποσό που προκύπτει μετά την αφαίρεση του μέρους που είχε δηλωθεί στην Eurostat, από την συνολική οφειλή που εμφανίζεται στο έγγραφο α.π. 50339/14-4-2009, [που απεστάλη από το Υπουργείο Υγείας στο Κοινοβούλιο μετά την ερώτηση του βουλευτή Μ. Σκουλάκη], να αντιστοιχεί ακριβώς στα ποσά που προέκυψαν αφενός μετά από τις «επισημοποιήσεις», τους «ελέγχους» και τις «αναγνωρίσεις» και αφετέρου μετά την «νομιμοποίηση» μέσω της ψήφισης από την Βουλή της τροπολογίας του άρθρου 36 του Ν.3763/2009.

Επειδή, όμως, τέτοια στοιχεία δεν προκύπτουν από κανένα επίσημο έγγραφο και επειδή, ούτε από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης τροπολογίας, ούτε από τα επίσημα πρακτικά της ΡΛ΄ συνεδρίασης της Β΄ Συνόδου της ΙΒ΄ περιόδου της Βουλής, προκύπτει η αναφορά κάποιου σχετικού στοιχείου [και αυτό παρά τις, όπως προαναφέρθηκε, επίμονες ερωτήσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης] τεκμαίρεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα αποσταλθέντα στην Ευρωπαϊκή Αρχή στοιχεία ήταν, με πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας, αυθαίρετα, ψευδή και κατασκευασμένα με πρόθεση και με τρόπο που θα επέτρεπε στην τότε κυβέρνηση να παρουσιάζει το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος σε τεχνητά χαμηλό ύψος. Η δε παραπλανητική επίκληση από τον κ. Παπαθανασίου των δήθεν διαδικασίων «επισημοποίησης», «αναγνώρισης» και «νομιμοποίησης» εδραιώνουν την απόδειξη αυτή.

Ένα επιπλέον στοιχείο από το οποίο προκύπτει χωρίς αμφιβολία η πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας των Υπουργείων Οικονομικών και Υγείας να παραπλανήσουν την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή με την έκδοση ψευδών βεβαιώσεων είναι η έκδοση των δύο εγγράφων α.π. 50339/14-4-2009 και α.π. 51816/15-4-2009 με διαφορά μόλις μιας ημέρας αλλά με την αναφορά άλλων ποσών. Στο πρώτο έγγραφο, που διαβιβάστηκε προς την Βουλή, αναφέρονται μεν τα συνολικά ποσά των οφειλών [και μάλιστα και αναλυτικά ανά διοικητική περιφέρεια και με ακρίβεια λεπτού] χωρίς όμως να γίνεται διάκριση μεταξύ επισημοποιημένων και μη. Στο δεύτερο αναφέρεται το κατασκευασμένο ποσό, [το οποίο είχε ήδη διαβιβασθεί και παλαιότερα στην Eurostat], το οποίο, όμως, δεν προκύπτει από την αφαίρεση των «μη επισημοποιημένων ποσών» από τα συνολικά ποσά του πρώτου εγγράφου [ασφαλώς διότι η διαδικασία «επισημοποίησης» είναι ανύπαρκτη και αποτέλεσε πρόχειρο εφεύρημα του κ. Παπαθανασίου όταν πια είχε αποκαλυφθεί η λαθροχειρία]. Είναι προφανές ότι εάν η πηγή των στοιχείων των δύο εγγράφων ήταν κοινή [όπως άλλωστε θα έπρεπε δεδομένου ότι μια είναι η υπηρεσία του ΥΥΚΑ η οποία συλλέγει και διαθέτει παρόμοιες πληροφορίες] η πηγή αυτή θα έπρεπε να διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα από τα οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι η διαφορά μεταξύ των δύο ποσών αντιστοιχεί σε «μη επισημοποιημένες» οφειλές. Κάτι παρόμοιο όμως δεν συμβαίνει.

Εν όψει αυτών είναι βέβαιο ότι, ενώ για το πρώτο έγγραφο που προορίζονταν για την Βουλή, ακολουθήθηκε η νόμιμη υπηρεσιακή διαδικασία, το δεύτερο συντάχθηκε εξωυπηρεσιακά, με στοιχεία τα οποία διαβιβάσθηκαν από το Υπουργείο Οικονομίας ή την ΕΣΥΕ με σκοπό τα στοιχεία αυτά να αντιστοιχούν στο ψευδές ποσό που είχε ήδη δηλωθεί στην Eurostat. Θα ήταν πέρα από κάθε λογική να υποθέσει κανείς ότι η ενέργειες αυτές μπορούν να αποδοθούν στους απλούς υπαλλήλους του ΥΥΚΑ, οι οποίοι άλλωστε δεν είχαν κανένα κίνητρο να εξαπατήσουν την Ευρωπαϊκή Αρχή, διαπράττοντας μάλιστα λαθροχειρία που αποτελεί σοβαρό διοικητικό και ποινικό αδίκημα.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, τo πρώτο ερώτημα της Eurostat απαντήθηκε από την ελληνική πλευρά μετά την συνεδρίαση της 6/5/2009/ της Βουλής κατά την οποία έγινε η κατά τον κ. Παπαθανασίου η «νομιμοποίηση» των οφειλών. Εν όψει αυτού, ακόμη και εάν μέχρι την χρονική εκείνη περίοδο η πληροφόρηση που εδέχετο η Ευρωπαϊκή Αρχή ήταν νόμιμη και ακριβής, λόγω της υπάρξεως «επισημοποιημένων» και «μη επισημοποιημένων» ποσών, η διάκριση αυτή εξέλιπε μετά την ψήφιση της τροπολογίας και η πληροφόρηση θα έπρεπε να αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτήν που δέχθηκε η Βουλή. Πολύ δε περισσότερο αυτό έπρεπε να συμβεί στο πλαίσιο της απάντησης του δευτέρου ερωτήματος της Eurostat, τον Αύγουστο του 2009, το οποίο όμως απαντήθηκε ομοίως ψευδώς.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η παραπλάνηση της Ευρωπαϊκής Αρχής με την έκδοση ψευδών βεβαιώσεων έγινε όχι μόνο εν γνώσει από την πολιτική ηγεσία των υπουργείων Οικονομικών και ΥΥΚΑ αλλά και με σχεδιασμό και πρόθεση. Στον σχεδιασμό αυτό η μη συμμετοχή του τότε πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή είναι εντελώς απίθανη εκτός και εάν υιοθετηθεί η άποψη ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην χάραξη της οικονομικής πολιτικής και δεν ενημερωνόταν σε τακτική βάση από τους αρμόδιους υπουργούς του. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από την εικόνα η οποία διοχετεύονταν στην κοινή γνώμη, σύμφωνα με την οποία ο κ. Καραμανλής ασκούσε στενή εποπτεία στις οικονομικές εξελίξεις.

Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως σκόπιμη η αναφορά στην διάταξη του άρθρου 36 του Ν.3763/2009 την οποία επικαλέσθηκε ο κ. Παπαθανασίου ως διάταξη "νομιμοποίησης" των δαπανών των νοσοκομείων. Η εν λόγω διάταξη, όχι μόνον δεν αποτελεί νόμιμη νομοθετική πράξη, η οποία προβλέπεται, με σκοπό την έγκριση δαπανών κατόπιν συντεταγμένων ελέγχων, αλλά αντίθετα θεσπίστηκε κατά μείζονα παραβίαση του Συντάγματος για την κάλυψη των εκτεταμένων παρανομιών και την αποφυγή ανάδειξης των εγκληματικών ευθυνών της διοίκησης και της πολιτικής ηγεσίας για την κατασπατάληση πόρων εξαιρετικά μεγάλου ύψους στον τομέα των προμηθειών υγείας. Η διάταξη επιχειρεί να ακυρώσει εκ των προτέρων τον νόμιμο έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να προλάβει ενδεχόμενες απορρίψεις δαπανών και ως εκ τούτου παραβιάζει:

α) Το άρθρο 98, με βάση το οποίο ο έλεγχος της νομιμότητας των δαπανών του Κράτους ή άλλων νομικών προσώπων ή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της νομιμότητας συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με αυτό, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Είναι προφανές ότι με την ψήφιση της επίμαχης διάταξης επιχειρείται η παράκαμψη της απαίτησης αυτής και καταργείται άμεσα η αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας. Την αρμοδιότητα αυτή οικειοποιείται παράνομα ο κοινός νομοθέτης διεκδικώντας το δικαίωμα να αποφανθεί αόριστα και χωρίς προηγούμενη άσκηση ελέγχου και παροχή εύλογης κατά περίπτωση αιτιολογίας σχετικά με την νομιμότητα δαπανών μεγάλου ύψους που έχουν πραγματοποιηθεί από φορείς του δημοσίου.

β) Το άρθρο 87 με το οποίο κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η διάκριση των εξουσιών. Εν προκειμένω η ανεξαρτησία αυτή αίρεται δεδομένου ότι τα εντεταλμένα για τον έλεγχο των χρηματικών ενταλμάτων όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να απόσχουν από κάθε προβλεπόμενο έλεγχο και να εγκρίνουν τις σχετικές πληρωμές ως οιονεί νόμιμες, κατ΄ απαίτηση της νομοθετικής εξουσίας.

Σε κάθε περίπτωση η ψήφιση του άρθρου 36 του Ν.3763/2009 έγινε χωρίς να προηγηθεί κανένας έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων που οδήγησαν στην ανάθεση προμηθειών εξαιρετικά μεγάλου ύψους και χωρίς να προσδιορισθούν τα ποσά των συναλλαγών τις οποίες "θεωρεί νόμιμες", παρά τις απολύτως ψευδείς δημόσιες διαβεβαιώσεις του κ. Παπαθανασίου.

Πρόκειται ασφαλώς για κορυφαίο δείγμα αυθαιρεσίας της νομοθετικής εξουσίας και ένδειξη της απόλυτης παρακμής του πολιτικού συστήματος της χώρας, αφού έχει ως εμφανή στόχο την συγκάλυψη και αμνήστευση βαρύτατων διοικητικών και πολιτικών ευθυνών, που είχαν σαν αποτέλεσμα την καταλήστευση του δημοσίου πλούτου. Το γεγονός ότι, οι δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν τόλμησαν μέχρι στιγμής να κρίνουν την συνταγματικότητα παρόμοιων διατάξεων, [που είχαν ψηφισθεί για τους ίδιους λόγους και στο παρελθόν, όχι μόνον για τις δαπάνες των νοσοκομείων αλλά και για αυτές των ΟΤΑ], καταδεικνύει και την βαθύτατη παρακμή μέρους της δικαστικής εξουσίας, η οποία σύρεται στην αποχή από το καθήκον της ως εξαρτημένο προσάρτημα της φαύλης εκτελεστικής εξουσίας.

Θεμιστοκλής Ι. Καζαντζίδης

κάτοικος Δήμου Θερμαϊκού

Νομού Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

who"s online